Top Bg Element
Top Sm Bg Element

Θραψανιώτικο γλωσσάρι

There are 69 entries in this glossary.
Search for glossary terms (regular expression allowed)
Term Main definition
αβάρσαμος
δυόσμος
αγκιλώνω
τζιμπώ
αγκίνιο

καινούργιο, αφόρετο. Λέμε "Τα παπούτσα που έβαλα ήταν αγκίνια", επίσης "Την πρωτοχρονιά θα γκινιάσω τα παπούτσα μου"

αγλάκι
τρέξιμο
αελιά
αγελάδα
αθιβολή
κουβέντα
αθούμπαλη
στάχτη
αίγα
κατσίκα
αλαβάρι

πάντωσ, άλλωστε, τέλος πάντων, λέμε "κατέχω το άλαβάρι"

αλάργο
μακριά
αλάτσι
αλάτι
αλουμπάτης

πεταλάς

αμαθιά
ματιά
αμανάτι

ενέχυρο, το σημάδι (δαχτυλίδι) στο λογόστεμα

αμανίτης

μανιτάρι

αμέτι μουχαμέτι

βάζω στόχο να κάνω κάτι οπωσδήποτε π.χ. τόβαλε αμέτι μουχαμέτι να ξελακίσει μονημερίς όλες τσι κουρμούλες.

αμπλά
αδερφή
αμπούμπουρα
μπρούμητα
αμπώθω
σπρώχνω
ανάλεμα
ανάθεμα
αναντρανίζω
ξαναπαίρνω πάνω μου
αναστορούμαι

θυμάμαι (ή ανεστορούμαι)

αναστουλούχισμα
κλάμα δίχως δάκρυ
ανε
αν
ανεβόλεμα
ανηφόρα
ανεγκουσακιά
απότομη διακοπτόμενη κίνηση
ανεγογυρεύομαι

αναζητώ τι θα βρώ να κάνω

ανέδιασε
ξεπρόβαλε
ανεκολισάρης
αυτός που προσκολύεται σε μιά παρέα χωρίς πρόσκληση
ανελώνω
αναστατώνω
Bottom Bg Element
Bottom Sm Bg Element