Top Bg Element
Top Sm Bg Element

ξελακίζω

Search for glossary terms (regular expression allowed)
Term Main definition
ξελακίζω

ξελακουδίζω, κάνω λάκο γύρω απο τον κορμό ενός φυτού, συνήθως στα κλήματα (κουρμούλες) του αμπελιού, "ξελακίζω τσι κουρμούλες"

Bottom Bg Element
Bottom Sm Bg Element