Term | Definition |
---|---|
δέτης |
γκρεμός
|
διακονιάρης |
ζητιάνος
|
διαρμίζομαι |
τακτοποιώ
|
δικολογιά |
συγγενής
|
δίμουρος |
διπρόσωπος
|
διφορίζω |
κάνω καρπό δυό φορές το χρόνο
|
δραγάτης |
αγροφύλακας
|
δρόσος | δροσερό |
δώμα |
στέγη
|
εγούγια | αλοίμονο, και μια ρήμα που λέει η μητέρα μου: "εγούγια (ν)του του ασκορδαλού οντε μαδεί η ουρά (ν)του". |
εδά |
τώρα
|
είντα |
τί
|
εκειά |
εκεί
|
εκειαμέ |
όχι δα
|
εκλεμπέρ | πολύ ωραίο - πάρα πολύ συνηθισμένη λέξη που λέγαμε παλαιότερα. Υποθέτω απο τα Γαλλικά "σαν το βούτηρο" δηλ " ... du beurre" χωρίς να μπορώ να βρώ την πρώτη Γαλλική λέξη. Ένας Γάλλος θα μπορούσε να βοηθήσει. |
εμά |
σιγά
|
εμιλιά |
ομιλία
|
εμπίτισε |
τέλειωσε
|
εντάκαρα |
άρχισα
|
επάντηξα |
συνάντησα
|
εποκώλωσε |
χάθηκε απο το οπτικό πεδίο
|
εργώ |
κρυώνω
|
ερέχτηκα |
μου άρεσε
|
ετουλόγουσου |
εσύ
|
ευκή |
ευχή π.χ. την ευκή τσι ευκής μου νά ’χεις
|
έχνος |
ζώο
|
ζάβαλε |
καημένε
|
ζάλο |
βήμα
|
ζάφτι |
κουμάντο
|
ζιαφέτι | τραπέζι, καλό τραπέζωμα |