Top Bg Element
Top Sm Bg Element

Θραψανιώτικο γλωσσάρι

There are 532 entries in this glossary.
Search for glossary terms (regular expression allowed)
Term Definition
μίσεψε
έφυγε
μίστατο
πήλινο αγγείο που χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης για λάδι ή κρασί(βάνει περίπου πέντε οκάδες)
μολάρω
αφήνω
μοσκιό
παιδάκι
μουζούρι
μονάδα βάρους
μουζώνω
μουτζουρώνω
μουνουχίζω
στειρώνω
μουράγια
δερμάτινη μάσκα για το πρόσωπο των ζώων.
μουργιώνομαι
κρύβω το πρόσωπό μου
μουρνιά
μουριά
μουρώνω
πέφτω με τα μούτρα
μουσαφίρης
επισκέπτης
μουστερής

αγοραστής

μουστούχα
φίμωτρο
μουτουπάκι
κουζίνα
μπα νά
μήπως
μπαγκάλι
ελαιόπανο
μπακαλούμου
άραγε
μπαλοθιά
πιστολιά
μπαμπούνα
καρούμπαλο
μπάντα

πλευρά, μεριά

μπαντιγερόλης
σκιάχτρο
μπαστανάγλες
καρότα
μπαταξής

κατεργάρης, κακοπληρωτής

μπεγίρι
αρσενικό άλογο
μπεγλέρι
κομπολόι
μπεκιάρης
εργένης
μπέτης
το στήθος
μπιμπίκα
ράμφος
μπιτίζω
τελειώνω
Bottom Bg Element
Bottom Sm Bg Element