Κοντά στον Σαμπά βρίσκεται η σπουδαία και ιστορική Ιερά Μονή Αγκαράθου, που είναι κτισμένη σε υψόμ. 380 μ. Η μονή διαθέτει ξενώνα, όπου μπορούν να διανυκτερεύσουν αρκετά άτομα.
Η ονομασία της μονής προέρχεται από τη λέξη Αγκάραθος, επειδή, κατά την παρά δοση, η παλιά εικόνα της Παναγίας που βρέθηκε κάτω από μια αγκαθαριά, στο σημείο που κτίστηκε αργότερα η εκκλησία. Η λέξη Αγκάραθος είναι προελληνική και δηλώνει ένα θάμνο που ταυτίζεται πιθανό με το φυτό φλομίς η θαμνώδης ή το φυτό θαλλωτή η κρατηφόρος.
Για τη χρονολογία της ίδρυσης της μονής δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες. Αναφέρεται σε έγγραφα και βιβλία του 16ου αιώνα. Σε χειρόγραφα της Μαρκιανής Βι βλιοθήκης του 1532 υπάρχει η αφιέρωση: «Αυτή η βίβλος αφιερώθη εις την υπερα γίαν Θεοτόκον την επονομαζομένην Αγκάραθο». Αναφέρεται και σε χειρόγραφο του βρετανικού μουσείου του 1559. Τα έγγραφα αυτά φανερώνουν ότι η μονή διέθετε από την εποχή εκείνη βιβλιοθήκη. Όπως μας πληροφορεί κα. ο Κορνήλιος οτην Creta Sacra (1221) η μονή ήταν σπουδαίο πνευματικό κέντρο, απ' το οποίο ξεκίνησαν σημαντικές μορφές της εκκλησίας, όπως ο Μελέτιος Πηγας, ο Κύριλλος Λούκαρης και ο Γεράσιμος Παλαιοκαπας. Σύμφωνα με πληροφορίες του Ιάκωβου Καλοκαιρινού, η μονή ανήκε στην οικογένεια Καλονά. Ένας απ' την οικογένεια αυτή χρημάτισε επίσκοπος Κυθήρων κατά το 1836. Τότε φαίνεται μεταφέρθηκαν στα Κύθηρα πολλά αξιόλογα ιερά κειμήλια, μεταξύ των οποίων και η αρχαιότατη εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Αναφέρεται ότι ο Αντώνιος Καλονάς ζήτησε από το Μουσταφά Ναϊλί Πασά, να του παραδώσει τη μονή, ο πασάς όμως αρνήθηκε.
Ο ηγούμενος της μονής Κύριλλος Χουρδάκης μετέφερε το 1966 την εικόνα της Παναγίας από τα Κύθηρα στη μονή Αγκαράθου μαζί με μερικά σχετικά με τη μονή έγγραφα. Η σημερινή εκκλησία της μονής κτίστηκε στη θέση της παλιάς και εγκαινιάστηκε το 1894. Λέγεται πως το κωδωνοστάσιο της μονής γκρεμίστηκε από μια μεγάλη καταιγίδα το Μάρτιο του 1893. Στη βορεινή πύλη της μονής υπάρχει επιγραφή του 1583 και στη νότια άλλη, του 1565. Στο χώρο της μονής σώζεται μια σαρκοφάγος του 1554 και μια θολωτή αποθήκη με την επιγραφή: «Έργον το παρόν Μαξίμου / Πανωσίου Ηγουμένου του Λουκάρεως ΑΧΚΗ'απριλίω Α (1628)». Ο Μάξιμος ήταν αδελφός του Κυρίλλου Λουκάρεως. Κατά την αντίσταση των Ενετών εναντίων των Τούρκων, η μονή προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες. Ο τότε ηγούμενος Αθανάσιος Χριστόφορος, το 1646, κυνήγησε τους Τούρκους που λεηλατούσαν αδιάκοπα την ύπαιθρο, μαζί με μια ομάδα Κρητικών. Σκότωσε πολλούς Τούρκους κι έκανε αψίδα με τα κομμένα κεφάλια τους για να υποδεχτεί το στρατηγό Ντολφίν. Για το γεγονός αυτό, ο ποιητής του Κρητικού Πολέμου Μαρίνος ή Τζάνε Μπουνιαλής, μας λέει: «Κι ο γουμενος ως νικητής κι όλοι οι Ρωμαίοι βγήκαν κι όσα κεφάλια κόψασι στη χώρα μέσα μπήκαν κι εφέρασίν τα μετ' αυτούς, κι όλοι εκεί χάρηκαν. Κι άρχισε με τις κεφαλές μια πόρτα να ρδινιάσει εισέ καμάρα τριγύρα για να 'ρθει να περάσει ο γενεράλις ο Ντολφής...» Σαν αντίποινα για τη σφαγή των Τούρκων, ο Αχμέτ Κιοπρουλής αποφάσισε να καταστρέψει τη μονή, απόφαση όμως που τελικά ματαιώθηκε με τη μεσολάβηση του φίλου του μητροπολίτη Ν. Πατελάρου.
Κατά την Τουρκοκρατία η Αγκάραθος ήταν έδρα του επισκόπου Χερσονήσου. Σύμφωνα με πληροφορίες (θλ. περιοδικό Θησαυρίσματα 4 και 5), ο ηγούμενος Γαβριήλ Παντογάλος, δώρισε στον ποιητή του Φορτουνάτου Μάρκο Αντώνιο που είχε φέουδο στην περιοχή κάποιο αμπέλι κτήμα της μονής. Δυτικά της μονής υπήρχε το χωριό Φουνάρους. Το 1583, κατά τον "Καστροφύλακα" είχε 23 κατοίκους. Λέγεται πως οι κάτοικοι προξενούσαν ζημιές κατά καιρούς της μονής. Αναγκάστηκε λοιπόν ο ηγούμενος Πατελάρος μαζί με τους καλόγερους να διαβάσει κατάρα εναντίον των κατοίκων του χωριού. Ο βράχος, όπου με την κατάρα, σκίστηκε στα δύο και βγήκαν φλόγες. Γι αυτό και, σήμερα οι ντόπιοι αναφέρονται "στού Πατελάρο το Χαράκι. Το χωριό ερήμωσε γιατί πολλοί κάτοικοι πέθαναν και πολλοί εγκατέλειψαν την περιοχή.
Η μονή Αγκαράθου φημίζεται για τη φιλοξενία της. Η "τράπεζα" της φιλοξενεί τους επισκέπτες μέχρι σήμερα. Χαρακτηρισμό μάλιστα είνα το εξής : Στην αυλή της σώζεται ο Σταμνοατάτης πάνω σ' ένα πεζούλι. Πιο παλιά υπήρχε εκει ένα σταμνι γεμάτο με κρασί κι ένα γεμάτο με νερό. Υπήρχε ακόμα και κοφίνι γεμάτο με ψωμί, τυρι κι ελιές. Μπορούσε λοιπόν ο κάθε επισκέπτης να ξαποστάσει, να φάει, και να πιει όσο ήθελε (βλ. Σπανάκη: Κρήτη Α' τόμος, Βιβλ. Το Ηράκλειο κι ο νομός του, εκδ. Νομαρχ. Ηρακλ.)