-
Ζάρια (κουμάρι)
-
Σβουράκι
-
Τσούκος
-
Απαλέθια
-
Κορώνα-Γράμματα
Κάθε χρόνο όταν πλησίαζαν οι γιορτές και ιδιαίτερα οι γιορτές των Χριστουγέννων άρχιζαν πυρετωδώς οι προετοιμασίες για τα τυχερά παιχνίδια.
Όλοι τότε "ανεμίζαμε" γερό κομπόδεμα από τις καλές χέρες (το μπαχτσίσι που μας έδιναν την πρωτοχρονιά οι γονείς, οι νονοί και οι άλλοι συγγενείς) αλλα και απο τα λεφτά που βγάζαμε πουλώντας το λάδι απο τα κάλαντα στους μπακάληδες και για το έθιμο παίζαμε κουμάρι (ζάρια) και άλλα τυχερά παιχνίδια.
Τα ζάρια τότε αφενός ήταν ακριβά και αφετέρου οι μπακάληδες δεν μας τα πούλαγαν επειδεί ήμασταν μικροί, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να τα φτιάχνουμε μόνοι μας.
Παίρναμε λοιπόν πράσινο σαπούνι πλάκα και το κόβαμε, το τρίβαμε στους τοίχους, το λειαίναμε και τέλος κάναμε τις βούλες με μιά καρφίτσα. Οι ποιό μερακλήδες βάζανε στις τρύπες μαύρο κάμελ για τα παπούτσια και οι βούλες φάνταζαν "εφταγεντέμιες" ολόιδιες δηλαδή με τα κανονικά ζάρια. Όλα καλά λοιπόν και το μόνο πρόβλημα ήταν να μην πιάσει καμία βροχή και λιώσουν τα ζάρια.
σβουράκι
Από τα παλιά παιχνίδια που χάθηκαν είναι και το σβουράκι, η "ρουλέτα του δρόμου" θα λέγαμε σήμερα. Βάλε 1, βάλε 2, πάρε 1, πάρε 2, βάλτε όλοι και πάρτα όλα.
Νεύρα, κλάματα έπεφτε και ξύλο καμιά φορά αφού οι "χλετζές" (κλεψίματα) δίνανε και παίρνανε.
Αργότερα που οι τράπουλες άρχισαν να "κυκλοφορούν" και εκτός καφενείων, παίζαμε και καμμιά τριανταμιά.
Όλα αυτά στο πιο δημοφιλές ίσως μέρος που ήτανε το πίσω παράθυρο και τα πεζούλια της Παναγίας της Μεσοχωρήτισσας ή τα πεζούλια πίσω από το Σταυρωμένο, αλλά και σε κάθε εσοχή παραθύρου που ήταν παράμερα και μακριά από τα βλέμματα των μεγάλων.
Την Μεγάλη Εβδομάδα και συγκεκριμένα την Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο στα καφενεία οι μεγάλοι έπαιζαν "τσούκο", έθιμο το οποίο λέγεται ότι αναπαριστά την κλήρωση των ιματίων του Χριστού από τους Ρωμαίους όταν Αυτός βρισκόταν στο σταυρό:
"διαμερίσατο τα ιμάτια μου και επί των ιματισμών μου έβαλον κλήρο".
Για να παίξουν τον τσούκο στα καφενεία έβαζαν τις καρέκλες και τα τραπέζια στην άκρη και έφτιαχναν στην μέση ένα μεγάλο διάδρομο. Στο τέλος του διαδρόμου έστηναν το "μύξη", ένα "σούρο" (φελό δηλαδή απο πώμα μπουκαλιού) και πάνω έβαζαν κέρματα (τάλιρα, δεκάρικα και εικοσάρικα).
Τέλος χρησιμοποιώντας δεκάρικα (που ήταν και τα μεγαλύτερα σε μέγεθος κέρματα τότε) προσπαθούσαν από το "κούτελο", μιά γραμμή που είχαν τραβήξει στην άλλη άκρη του αυτοσχέδιου διαδρόμου, να ρίξουν τον "σούρο". Μετά το πέσιμο του σούρου, τα κέρματα που βρισκόταν πιό κοντά στο δεκάρικο απο ότι στο μύξη (το σούρο δηλαδή) ήταν και αυτά που κέρδιζε ο παίκτης.
Αντιγράφοντας τους μεγάλους παίζαμε το ίδιο παιχνίδι και εμείς αλλά επειδή το παίζαμε στις "χωματσούρες" και όχι στα "σπέσιαλ παρκέ" απο μωσαϊκό των καφενείων, αντί δεκάρικα, χρησιμοποιούσαμε "απαλέθια" (στρογγυλές και επίπεδες πέτρες ή κομμάτια απο σπασμένα κεραμικά) για να ρίξουμε το μύξη (που και αυτός τις περισσότερες φορές ήταν πέτρινος ή ξύλινος).
Αλλά και τα απαλέθια τα παίζαμε απο μόνα τους ανά δύο, και συγκεκριμένα ρίχνοντας ο πρώτος προσπαθούσε να τον χτυπήσει ή να έρθει πολύ κοντά ο άλλος με το δικό του απαλέτι και να εισπράξει το στοίχημα.
Η πιό απλή και διαχρονική μορφή τυχερού παιχνιδιού βέβαια ήταν το κορώνα - γράμματα.
Τα ποσά που εννοούμε όταν λέμε χρήματα ήταν πενηνταράκια, φράγκα (δραχμές), δίφραγγα, τάλιρα, δεκάρικα και κοσάρικα.
Άντε, και το τάλιρο τσι Αννούλας μας!