Top Bg Element
Top Sm Bg Element

Θραψανιώτικο γλωσσάρι

There are 532 entries in this glossary.
Search for glossary terms (regular expression allowed)
Term Definition
ντουρβάς
μικρός σάκος που βάζουμε τροφή για τα ζώα και το κρεμάμε απο το σβέρκο του (ταίστρα)
ντουρντουλούκι
πολύς κόσμος
ντουχιουντίζω
σκέφτομαι
ντρέτα
ίσια
ξαμώνω
σκοπεύω
ξανοίγω
κοιτώ
ξαργώ
καθυστερώ
ξάτου
στη κρίση του
ξεγιβεντίζω  
διαπομπεύω
ξεθιαμπόλισμα
εξάρθρωση
ξεκαυκαλώνω
σπάω το κεφάλι κάποιου
ξεκουρμούλωμα
ξεπάτωμα
ξελακίζω

ξελακουδίζω, κάνω λάκο γύρω απο τον κορμό ενός φυτού, συνήθως στα κλήματα (κουρμούλες) του αμπελιού, "ξελακίζω τσι κουρμούλες"

ξελαφάσω
ξεκουράζομαι
ξεμιστεύγω  
λυτρώνω
ξεμπακίζω
αφήνω κάποιον άφραγκο σε τυχερό παιχνίδι
ξενικά
καλαμπόκια
ξενικοσίντερο

καλαμπόκι

Ξενικοσίτερο

καλαμπόκι

ξενινιακάτα
καμώματα
ξεπαραλώ  
ξηλώνω
ξεσέρνω
μετακινούμαι
ξεσυνορίζομαι  
ανταγωνίζομαι
ξεταρταλώνω
διαλύω
ξετελεύω
αποπερατώνω
ξετζάνωσε
πήρε τα πάνω του π.χ. Γιάε κιονέ το ντελίκανί πως εξετζάνωσε.
ξετουρτουρώνω

κρυώνω πολύ

ξετσικαλιάζω
τρώγω μέσα απο το τσικάλι
ξετσιλακώνω

λιώνω, συνθλίβω, λέμε: "επάτησα ένα μελίτακα και τονε ξετσιλάκωσα"

ξεφτολάρω
αφήνω κάποιον άφραγκο σε τυχερό παιχνίδι
Bottom Bg Element
Bottom Sm Bg Element